πιάνω απ’ τα χέρια ,τις εικόνες και τα χρόνια μου
μοιάζουν μ’ εκείνα τα παιδιά
που παίζουνε πόλεμο φτιάχνοντας όπλα από ξύλο.
Πού ξέμεινα δεν κατάλαβα
και τώρα με γυρεύω σ’ αναμνήσεις……
Μικρή ονειρευόμουν καθισμένη πλάι σε βράχο πως όταν η πόλη καταστραφεί μέσα απο ερείπια,ύστερα απο χιλιάδες χρόνια,θ`ανθίσουν λουλούδια μ`αγκαθωτά άνθη -τέτοια που να αντέχουν σε κάθε καιρό-άνθη αυτού του σπάνιου λουλουδιού που ονομάσα"πρωϊνή χαρά"
Φανταζόμουν τα μάτια της μάνας μου να είναι αστέρια,την ώρα που έβλεπα το πρώτο πρωϊνό φως.
Είχα την ψευδαίσθηση πως κείνο το ξύλινο πουλί που ήταν κρεμασμένο στην άκρη της ντουλάπας ήταν ο πατέρας μου που φτερούγιζε για να προλάβει την ανατολή.
Είχα τελειώσει με την πόλη κ τις φαντασιώσεις όταν γνώρισα τον έρωτα.Κ ήμουν βέβαιη πως ήταν η υγρασία του Σεπτέμβρη, η υγρασία της "πρωϊνής χαράς".
Κ ύστερα …Σεμπτέβρηδες ήλθαν πολλοί. Κ ήθελαν να ονειρευτώ ξανά κ ξανά τα λουλούδια με τα αγκαθωτά άνθη,τα μάτια της μητέρας,το ξύλινο πουλί,το πρωϊνό φως.
Χρόνια μετά..η πόλη έγινε ενα τεράστιο χταπόδι που με ρουφά αργά αλλά συστηματικά χωρίς να μπορώ να λογαριάσω,έτσι που ο χρόνος λιγνεύει,άν όλα γερνούν κ εγω διατηρούμαι οπως σε κείνα τα όνειρα..ή αν όλα μικραίνουν κ εγω διαλύομαι στην διαδοχή των εικόνων.
Το ύλικό των ονείρων είναι η υγρασία.Το έμαθα πιά
κ τούτη η πόλη δεν έχει νυχτερινό τραίνο….
Τώρα η κόρη μου είναι εικοσιτρία χρονών.
Ισα-ίσα που μετρά τον κόσμο κ λέει πως τα μάτια μου μοιάζουν μ` αστέρια.Το ξύλινο πουλί ειναι εκει ,στην άκρη της ντουλάπας κ φτερουγίζει πλάι της κάθε ανατολή.Δεν τα ονειρεύεται.¨Ολα τα ζει.
Καμμιά φορά με ρωτά για κείνα τα λουλούδια με το αγκαθωτό άνθος που βρήκε στα ερείπια μιας πόλης ή για μιά θάλασσα δεκαπενταύγουστου που είδε σε μιά φωτογραφία στο παλιό κασελάκι με τα γράμματα.
Οταν την κοιμίζω δεν της ψυθιρίζω:" Το υλικό των ονείρων είναι η υγρασία"
Την αφήνω να μην το μάθει ποτέ,γιατί εγώ ξέρω καλλίτερα απ`ολους πως:
"H ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΧΩΡΑ ΤΟΥ ΠΟΥΘΕΝΑ"