Η δική μου σιωπή ποτέ δε βρήκε ένα φίλο. Ακόμα και τις ώρες που εκπλήρωνα το τελευταίο μου χρέος, να γίνω δηλαδή μητέρα της μητερας μου, και υστερα να την αποχαιρετήσω, κανείς δε μου χαρίστηκε στη σιωπή μου.
Η αλήθεια είναι πως κι εγώ φοβάμαι τη σιωπή των άλλων.
Τι ατέλειωτο κρυφτό!
Από τους ανθρώπους, τους καθρέφτες, από τα χρόνια που πρόδωσαν την εμπιστοσύνη μας έναντι πινακίου στοργής.
Ο κόσμος σαρκοβόρος μηχανισμός.Μια κάθοδος αναπότρεπτη, μια βύθιση ρυθμική στο πάχος της σήψης.
Στον τόπο που το κακό εμφανίζεται με τη μορφή του καλού,η μελαγχολία ρέει και γεμίζει τον άνεργο χρόνο.
Ο κλοιός στενεύει κι εσυ,σκυλί μιας πατρίδας λειψής ψάχνεις της φαντασίας το σκοινί
για μια αδέσποτη στιγμή
Σκληρή πραγματικότητα κι αντάρτης φαντασία σε χρόνους παράλληλους
Με το πείσμα της ευημερίας οι ώρες τους συνυπάρχουν και συμπλέκονται…
Μα τί να σου κάνει πισ κι αυτή η ρημάδια η φαντασία?
ξεχνιέται κι αυτή πλέον συχνά..
Σου υπενθυμίζει το χώρο της όταν είναι πια αργά
οταν οι ώρες αποσυντίθενται χωρίς θόρυβο
οταν σε καθηλώνουν,επαναλαμβανόμενες,ενω εκείνες τρέχουν.
Μονάχα τότε μέσα τους γλυστρά η νέα οπτική.
Τράβα το σκοινί
λιγάκι παραέξω
σαν προέκταση ακροβασίας
Μα πρόσεξε
ετσι αφημένη στην αιώρησή σου κινδυνεύεις να πέσεις στο βυθό
Είναι γοητευτικός ο βυθος
όπου τα πρόσωπα μιλούν χωρίς να ανοιγοκλείνουν στόματα
Γιατί το πρωί έχει έρθει το γήρας
πριν προλάβει να τρομάξει ο καθρέφτης που δε χαρίζει κάστανα
Σε κοπανάει αφήνοντας σημάδια αξέχαστα
Αυτός και ο πικρός -πια -καφές
που αν δε προσέξεις
Η καλημέρα του θα σου κάψει τη γλώσσα
και η γλώσσα σου θα σπάει κόκαλα με τη σειρά της
Ή αν τηρήσεις τα τυπικά μιας ελπίδας και ασπρίσει ο πάτος της ψυχής σου
-Μη θαρρείς ότι δεν αφήνω κι εγω έστω μια γουλιά πίστης για κατακάθι-
Το βλέμμα σου θα το πνίξει η ώχρα της αδυναμίας και το απόρθητο κενό
Με υπογραφή γιατρού και πόρισμα » έξαρση ανικανο-ποίησης»
Είναι όμορφες οι ικανοποιήσεις που δε τις ζητάς για δανεικά
κι εκείνες που δεν σου ζητάνε ρέστα πριν την ώρα της απομάκρυνσή τους
Δε μετράνε το μπόι σου ούτε σου παίρνουν μέτρα για να σε ξοφλήσουν
Γιατί σέβονται τη χάρη σου και το δικαίωμα σου στην αποπλάνηση
Είναι γοητευτικές οι αποπλανήσεις όπου τα πρόσωπα μπερδεύονται
Που την επόμενη μέρα τα συναντάς και το προηγούμενο έχεις ξεχάσει
Και μπλεγμένα αποπνέονται εκ των έσω σου ονόματα
της μοιρας αδελφές και των εποχών σου ρυθμιστές
Θαλλώ,Αυξώ,Καρπώ
Και η γλώσσα μουδιάζει
καθώς άπραγες περιμένουν
ή Ευνομία,η Δίκη και η Ειρήνη
Είναι όμορφη η Ειρήνη στο βυθό
όπου τα όνειρα ικανοποιημένα
μιλούν χωρίς να ανοιγοκλείνουν στόμα
Αν δε προσέξεις ξερνά την απομάγευσή της πριν την ώρα
σε μια νύχτα φεύγει
για να τινάξει τις αβάστακτες στιγμές της στον αέρα
Με ένα πιστόλι χωμένο στο βαθύ της λαρύγγι
Γιατί και αυτή δοκιμαστικά πάντα υπήρξε
με την ανοχή των ειργμοφυλάκων της
Ακούω κρααυγές ειλώτων
νυσταγµένων επαναστατών, στο κάτω πάτωµα.
Εγώ, εδώ, στην έβδομη ώρα
κλείνω αυτιά και µάτια
το δάκρυ να µη βλέπω
νηστικών προσδοκιών
Η φαντασία πορεύεται με βίαιη εξάρτηση
στην αποδοχή της πραγματικότητας
Νύχτωσε, περασµένες µου ώρες!
Νυχτωσε! Συγχωρέστε µου που η φαντασία νύχτωσε
ο βίος έγινε γερασμένος εθισμός!
Πάει πολύς καιρός που δεν ειμαι εγω.Γράφω μια στιγμή της ιστορίας μου που η κενότητα στην αίσθησης της ζωής αποκτά την πυκνότητα ενός πράγματος θετικού.Αδράνεια!
Που πάει να πει μια εποχή στην κόλαση.
Γράφω.. σαν αυτους που δουλευουν μη έχοντας τι άλλο να κάνουν -ετσι κι εγω- γράφω ετουτη τη στιγμή της ιστορίας μου μη έχοντας τίποτα να πω.
Γράφω προσπαθώντας να καταλάβω αυτόν τον αλλοτε σοφό λαό μου που έχει αρχίσει να με απελπίζει με τις φαεινές ιδέες του και τα κλούβια του αυγά.
Χάνομαι μέσα στο ρεμβασμό οπου,σαν φυσική συνέπεια,παραδέρνουν όλοι οσοι δε σκέφτονται.
Εγω που ονειρευόμουν λυρικά,
σατυρικά
διθυραμβικά
τώρα παίζω μονάχα το δράμα και την πρόζα.
Κι εχω πολλά αισθήματα ειλικρινή οπως φόβο και συγκίνηση επειδή ακριβώς δεν αισθάνομαι τίποτα.
Τραβώ τις αισθήσεις μου στα άκρα σαν να`ναι λαστιχιένιες και φαίνονται ολοι οι πόροι της χαλαρής και ψεύτικης συνέχειάς μου.
Παει πολύς καιρός που δεν είμαι εγώ.Κάποτε ήμουν Πόλις, η Μεγάλη της δράσης κάτι σαν αγία που δρά με το συναίσθημα ακέραιο κι οχι με ένα του μέρος.
Οδηγημένη απο τη γνώση σοφών οχι μόνο 7 τον αριθμό,πως «η ζωή δεν ειναι τίποτα στο άπειρον».
Στολιζόμουν με Κουρους,
Επίκουρους
και Παρθενώνες
Κλειώ
Ευτέρπη
Ουρανία
Κλωθώ
παράθυρα στον ουρανό.
κι Αριστοφάνους όρνιθες,
οχι αστεία.
Κι ημουν ή ιδια
Πόλις
πολίτευμα
πολιτισμός
Ανατολής και Δύσης ο καημός.
Τώρα απο μένα προσδοκουν τον υπνο.
Τον ύπνο του κοινού ανθρώπου που ούτε δρα ούτε αδρανεί.
Μια θολή,ασαφής αντανάκλασή του παρελθόντος.
Γράφω καθυστερώντας πάνω στις ιδέες μου,σαν μπροστά σε βιτρίνες οπου δεν κοιτώ τίποτα -αφου τιποτα πια δεν λάμπει -και δεν απομένουν στη μνήμη μου παρά λεηλατημένες-σοφίες και μισό-μεγαλεία.
Υφάσματα που δεν θυμάμαι πια αν ήταν λευκό το χρώμα
και αρμονικές αν στέκαν οι πτυχές πάνω στο σώμα Καρυάτιδας.
Γράφω νανουρίζοντάς με όπως κάνει μια μάνα τρελή με το νεκρό παιδί της.
Γράφω κοιμωμένη ωραία ουτε καν του Χαλεπά .
Η μήπως βρίσκομαι σε Νιρβάνα?
Οποιος κι αν ειναι ο ορισμός αυτών των εννοιών, ύπνος είναι..οτι κι αν πεις.Αργή ανάλυση κι ασάφεια ονείρων.
Κοιμάμαι χωρίς μελωδία της θέλησης, σε ένα αργό ανάγραμμα μονοτονίας ή δείκτη χρηματηστηρίου
Ρωτώ που βρίσκομαι κι όλοι με κοροϊδεύουν δίνοντάς μου αντιφατικές πληροφορίες.
-Δύση
-οχι.Ανατολή
– Τι λες ωρέ!Εδω ειναι Βαλκάνια κι όχι παίξε γέλασε
Ρώτησα τί να κάνω κι όλοι με εξαπάτησαν λεγοντάς μου ο καθένας διαφορετική ιδέα.
Μη γνωρίζοντας προς τα που να προχωρήσω σταμάτησα στο δρόμο.
Ολοι παραξενευτηκαν γιατί δε συνέχιζα ενα δρόμο που ωστόσο κανεις δεν ήξερε προς τα που οδηγούσε ή γιατί δεν γύριζα πίσω.
Ομως εγω ξυπνώντας απ το λήθαργο δεν ήξερα καν απο που ερχόμουν!!!
Βρέθηκα πανω σε μια σκηνή χωρίς να γνωρίζω το ρόλο που οι άλλοι-επίσης χωρίς να τον γνωρίζουν- απέιγγειλαν με στόμφο.
Κάποιος μου φόρεσε στολή βασίλισσας μα ξέχασε το σκήπτρο.(σκήπτρο < Σκήπτρο = από την ρίζα σκεπ- που σημαίνει προστατεύω, υπερασπίζομαι, στηρίζω.
σκέπτ-ω , σκέπτρον, σκήπτρον = υπό την σκέπη του, υπό την προστασία του)Mα ξέχασαν να με σκέπτονται
Ειδα στον υπνο μου πως κρατούσα στα χέρια μου το μηνυμα που έπρεπε στην οικουμένη να μεταβιβάσω ,μα όταν το κοίταξα ειδα πως το χαρτί ήταν λευκό..και γέλασαν μαζί μου.
Τελικά κάθησα πάνω στο σταυροδρόμι,οπως θα καθόμουν δίπλα στο τζάκι που είναι σβηστό.
Κι αρχισα να φτιάχνω καραβάκια απο χαρτί με ψέματα που μου`χαν δώσει.
Καράβια της ασάφειας.
Κανείς δεν πίστευε πια σε μένα,ούτε καν σαν ψεύτη και δυστυχώς οι αποδείξεις μου έχουν πνιγεί στη μνήμη Αχερουσία.
Μονάχα καποιοι ποιητές μου χαρίζουν
λέξεις χαμένες, μεταφορές ασύνδετες
με την κυριολεξία τους
οπως η ακαθόριστη αγωνία
που αλυσοδένει τις σκιές
στου Πλάτωνα το σπήλαιο
Λέξεις κτερίσματα
στα μνήματα του ενδοξού μου χθες.
Ερείπια στιγμών ευτυχισμένων
που βιώθηκαν στου κόσμου τις αλέες
Σβησμένη πια η λάμπα
και το χρυσάφι
που έλαμπε μες σε πρωτόγονων σκοτάδια
και η σοφία- όχι στον αέρα
μα στο χώμα το γυμνό
γλυστρησε κι εξέπεσε
σε λαικισμό.
κι ότι απέμεινε απο μένα
ειναι η υποψία
μήπως αντι για το κρεβάτι του Προκρούστη
μπορούσα να κοιμηθώ πιο τρυφερά
στην αγκαλιά της Περσεφόνης.
Ακόμη δεν κατάλαβα αν γέλασαν μαζί μου επειδή ολα μου τα χαρτιά είναι πιά λευκά κι όχι γαλανόλευκα
η αν όλα τα σκληρά μηνύματα μαντεύονται οχι απο μια Πυθία
Την πρώτη νύχτα με πήρες στα χέρια και μου πες
-«κοιμήσου
είναι ο υπνος ανάπαυση
της λήθης προετοιμασία»
Αλλά όπως όλα τ`άλλα
ετσι και τη λήθη μου`δωσες ληψή.
Αργά
λίγο προτού χαράξει
τότε που πιά,ξύπνια σχεδόν
μου μένει προνομιουχος χρόνος
ίσα ίσα να σκηνοθετήσω
μιαν ολιγόλεπτη πλαστή συνέχεια
λήγει ή υπόσχεση
‘όταν
Ερχεσαι λατρευτός απών
μέσα στο πλήρες σκότος
τότε που πιά
έχω απομείνει
με απόντες τους απόντες
με πάγιο τον τρόμο
της απώλειας
με δίκαιη οργή
που δεν προλάβα καν
να σ`αποχαιρετήσω
και πάλι με τη μνήμη
έξω απ τον ύπνο
στο πρώτο σου νανούρισμα
που δεν θυμάμαι.
– Γιατί ακόμα ανοίγεις πληγές αστερισμών που έσβησαν και τραγουδάς σβησμένες λάμψεις;
Για να λάμπουν οι λύπες στο εικονοστάσι που στέκει στη μέση απ το σταυροδρόμι μη ξέροντας που να σταθεί*
Δίψασα κι εσκυψα να σε πιΩ
κρατώντας στην παλάμη μου
το χώμα που σ`έπλασε άνθρΩπο
ΜΟΝΟ (ο μόνος)
Δεν είδα να φευγουν
Δε άκουσα τις πόρτες να κλείνουν
Ξέφευγαν οι άνθρωποι μέσα απο τοίχους
σαν αιώρηση φοβισμένου φαντάσματος
που ποτέ τα δάχτυλά μου δεν άγγιξαν
Μόνο τα πρώτα σύννεφα άκουσαν τον τριγμό
της στιγμιαίας ένΩσής τους
κι οι λέξεις κύλησαν
ως εκεί που αγάπησαν
για λίγο μούσκεψαν
το δριμύ ψύχος της ψυχής σου
Με τραγουδια νανούρισμα
τον ύπνο του αέρα
EΛΑ!!!
Εδωσα τα χέρια μου για να πλεχτούν
σΩματα απλησίαστα ως χθες
Πότε ήταν που μιλήσαμε στα νερά?
Δεν θυμάμαι πιά τις στάλες να ψάχνουν να βρούν τη θάλασσα.
Ερημική κι απέραντη
στέκει πιά
ασχημάτιστη μα λυτρΩμένη
που όλο έρχεται και φεύγει
με κυανόλευκες αποχρώσεις
μεσ` τα μάτια μου τα μοναχικά
που έσταξαν την πρΩτη σταγόνα
στην πρώτη πέτρα που βρήκαν μπροστά
και φύτρωσε ο ΕΓΩΙΣΜΌΣ ΤΗΣ
Και ξαφνικά ξύπνησα απ το λήθαργο
σε νύχτα δεσποτική
Και είδα πως
σε παγίδες κρότου
λάμψης δανεικής
ξεθωριασμένα χρώματα
σε μυρωδιές αδοκίμαστης συνάντησης
περιφέρομαι
Αδειοι κρατήρες διαχειρίστηκαν τις Ωρες του ξύπνιου μου
ΚρυΩνΩ
"Χάνω το μυαλό μου, τελικά;" Όλοι το έχουμε αναρωτηθεί σε κάποια στιγμή της ζωής μας. Αυτές είναι ιστορίες ανθρώπων που ισορροπούν ανάμεσα στη λογική και την παραίσθηση, οι περισσότερες βασισμένες σε πραγματικά γεγονότα.
"Χάνω το μυαλό μου, τελικά;" Όλοι το έχουμε αναρωτηθεί σε κάποια στιγμή της ζωής μας. Αυτές είναι ιστορίες ανθρώπων που ισορροπούν ανάμεσα στη λογική και την παραίσθηση, οι περισσότερες βασισμένες σε πραγματικά γεγονότα.